- ἄνοστοι
- ἄνοστοςunreturningmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνοστος — (I) ἄνοστος, ον (Α) [νόστος «επιστροφή»] εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»). (II) η, ο (Α ἄνοστος, ον) [νόστος (II) «γεύση»] χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος νεοελλ. εκείνος που δεν προκαλεί… … Dictionary of Greek
εξυπνάδα — η 1. το να είναι κάποιος έξυπνος, η ευφυΐα, η νοημοσύνη. 2. πονηριά, κατεργαριά, πανουργία. 3. έξυπνος αστεϊσμός ή έξυπνη ενέργεια: Έλεγε πολλές εξυπνάδες· ήταν σε φόρμα. 4. (ιδίως στον πληθ., εξυπνάδες), άνοστοι αστεϊσμοί, ανοησίες, χαζομάρες:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)